- μακροπόδης
- -α, -ικοαυτός που έχει μακριά πόδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροκάνης — α, ικο αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κάνης (< κανί «κνήμη»), πρβλ. στραβο κάνης] … Dictionary of Greek
μακροπόδαρος — η, ο αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης … Dictionary of Greek
μακροσκέλης — ο (Μ μακροσκέλης) αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροκάνης, μακροπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σκέλος (πρβλ. κοντο σκέλης)] … Dictionary of Greek
μακρόπους — ουν (Α μακρόπους, ουν) αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόπους ζωολ. επιστημονική ονομασία τού καγκουρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + πούς (πρβλ. πλατύ πους)] … Dictionary of Greek
Πίκφορντ, Μέρι — (Pickford, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γκλάντις Μέρι Σμιθ). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου καναδικής καταγωγής (Τορόντο 1893). Αφού γνώρισε κάποια επιτυχία στο θέατρο, όπου πρωτοέπαιξε σε ηλικία πέντε ετών, το 1909… … Dictionary of Greek
μακροπόδαρος, -η, -ο — και μακροπόδης, α, ικο αυτός που έχει μακριά πόδια: Ήταν μακροπόδαρος και διέπρεψε ως αθλητής του στίβου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)